-
1 εφεδρευω
1) сидеть, покоиться, находиться(ἄγγος ἐφεορεῦον τῷ κάρᾳ Eur.)
2) (sc. ἐπὴ τοῖς ᾠοῖς) сидеть на яйцах3) воен. залегать, лежать в засаде(ἐγγὺς ἐφεδρευόντων Ἀθηναίων Thuc.; τέν φάλαγγα προστάξαι ἐ. Plut.)
4) подстерегать, высматривать, (с нетерпением) выжидать(τοῖς καιροῖς τινος Dem.; τοῖς ἀτυχήμασί τινος Arst.; τοῖς καιροῖς Polyb.)
5) караулить, стеречь(τινί Eur.; τῇ νυκτί Plut.)
6) наблюдать, присматривать(τῇ τοῦ σίτου κομιδῇ Polyb.)
7) ( о готовом к состязанию борце) быть готовым выступить на смену, ждать своей очереди Luc.8) воен. находиться в резерве Polyb., Plut.9) останавливаться, делать привал Plut.
См. также в других словарях:
κομιδή — (I) κομιδή, ἡ (Α) 1. φροντίδα, μέριμνα («οὐ πρασιὴ ἄνευ κομιδῆς κατὰ κῆπον», Ομ. Οδ.) 2. τα αναγκαία («οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανός», Ομ. Οδ.) 3. τροφή 4. μεταφορά εφοδίων 5. συγκομιδή και αποθήκευση καρπών (α. «ὁρῶντες τῶν τε ἐπιτηδείων τὴν… … Dictionary of Greek
εφεδρεύω — (ΑΜ ἐφεδρεύω) [έφεδρος] παραμένω σε αναμονή έτοιμος για δράση, είμαι σε επιφυλακή, παραμονεύω, ενεδρεύω (α. «ὅταν εἰδῶσιν ἐφεδρεύουσαν τὴν δύναμιν», Ισοκρ. β. «ἐκεῑ ὁ ληστὴς ἐφεδρεύει κλέψαι καὶ συλῆσαι τὸ ἱερόν», Στουδ. Θεόδ.) αρχ. 1. εδρεύω,… … Dictionary of Greek